- παραπορθμεύω
- παραπορθμεύω,A convey goods across a lake, CIG4302a ([place name] Myra).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραπορθμεύω — Α διαβιβάζω εμπορεύματα πέρα από τη λίμνη … Dictionary of Greek
παραπορθμεύοντος — παραπορθμεύω convey pres part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)